- δυσμέων
- δυσμήsettingfem gen pl (epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δυσμαί — αι (AM δυσμαί, αι και δυσμή, η Α δωρ. τ. και δυθμή) 1. το μέρος τού ορίζοντα που δύει ο ήλιος («προς δυσμάς», «πρὸς ἡλίου δυσμέων» προς τα δυτικά) 2. το τελευταίο χρονικό διάστημα («εις τας δυσμάς τού βίου του, τής στρατιωτικής του υπηρεσίας»… … Dictionary of Greek